οὐδοπότερος
Look at other dictionaries:
ουδοπότερος — οὐδοπότερος, έρα, ον (Α) ουδέτερος, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ὁπότερος (πρβλ. μηδ οπότερος)] … Dictionary of Greek
ουδοπότερος — οὐδοπότερος, έρα, ον (Α) ουδέτερος, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ὁπότερος (πρβλ. μηδ οπότερος)] … Dictionary of Greek